- σχολάζομαι
- σχολάζωto have leisurepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισχολάζομαι — ἐπισχολάζομαι (Α) βραδύνω, αργοπορώ («οὐκ ἐπισχολάζεται βλάστη», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχολάζομαι «αργοπορώ»] … Dictionary of Greek